- αναπτυχή
- ἀναπτυχή, η (Α) (και ποιητ. αμπτυχή)η ανάπτυξη*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμπτυχαί — ἀναπτυχή wide expanse fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπτυχαί — ἀναπτυχή wide expanse fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπτύσσω — (Α ἀναπτύσσω) αναφέρομαι λεπτομερώς σε κάτι, διασαφηνίζω, διευκρινίζω νεοελλ. 1. εκτυλίσσω, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. αυξάνω, μεγεθύνω, δίνω έκταση σε κάτι 3. προάγω στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, δίνω την πρέπουσα μόρφωση 4.… … Dictionary of Greek
ἀναπτυχάς — ἀναπτυχά̱ς , ἀναπτυχή wide expanse fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)